- ἐλατηρίων
- ἐλατήριοςdrivingmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντλία — Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση, την κατάθλιψη ή την αναρρόφηση ενός ρευστού, υγρού ή αερίου. Οι συνηθισμένοι τύποι α. είναι τρεις: εμβολοφόρες, περιστροφικές και φυγοκεντρικές. Οι εμβολοφόρες α. χρησιμοποιούνται για… … Dictionary of Greek
δόκανο — Παγίδα για τη σύλληψη άγριων ζώων ή πουλιών. Αποτελείται από δύο τοξοειδή ελάσματα, που συγκρατούνται με ένα σύστημα ελατηρίων στην κατάλληλη θέση για την παγίδευση του θηράματος. Όταν το θήραμα πιέσει τα ελατήρια, το σύστημα που συγκρατεί τα δύο … Dictionary of Greek
δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας … Dictionary of Greek
ελατηριοδέτης — ο εργαλείο που χρησιμοποιείται για την ενδυνάμωση τών ελατηρίων τών όπλων … Dictionary of Greek
κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η … Dictionary of Greek
ινβάρ — (invar). Εμπορική ονομασία κράματος σιδηρονικελίου (36%), το οποίο χαρακτηρίζεται από πολύ μικρό συντελεστή θερμικής διαστολής για θερμοκρασίες που απέχουν λίγο από τη συνηθισμένη θερμοκρασία. Το ι. ανακαλύφθηκε από τον Γάλλο φυσικό Σαρλ Γκιγιόμ… … Dictionary of Greek